- μονογέρων
- μονο-γέρων, οντος, ὁ, ein einsamer, mürrischer Alter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονογέρων — μονογέρων, ὁ (Α) 1. μονήρης γέρος 2. (κατ επέκτ.) δύστροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γέρων] … Dictionary of Greek
μονογέρων — misanthropic old man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek